μονόκλινος

μονόκλινος
-η, -ο (Α μονόκλινος, -ον)
νεοελλ.
1. αυτός που έχει ένα μόνο κρεβάτι
2. το ουδ. ως ουσ. το μονόκλινο
δωμάτιο με ένα κρεβάτι
3. φρ. «μονόκλινο άνθος» — ερμαφρόδιτο άνθος
αρχ.
(μόνο το ουδ. ως ουσ.) κρεβάτι μόνο για ένα άτομο, δηλ. φέρετρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)-* + -κλινος(< κλίνη «κρεβάτι»), πρβλ. τρί-κλινος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”